Τηλέφειον

Τηλέφειον
Τηλέφειον ἀγαθόν, i.e.
A health, Diog.Ep.34.3; ἕλκος Τ. a wound of Telephus, i.e. a malignant wound, Gal.7.727, 10.83, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τηλέφειος — α, ο / τηλέφειος, ον, ΝΑ, θηλ. και α, Α [Τήλεφος] το θηλ. ως ουσ. η τηλέφεια (στην αρχ.) τετραλογία που πραγματευόταν, πιθανώς, τον μύθο τού Τηλέφου και η οποία περιλάμβανε τα συγγενή δράματα Αλεάδαι, Μυσοί, Αχαιών Σύλλογος και Τήλεφος («Σοφοκλῆς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”